αμερεμέτιστος

αμερεμέτιστος
η , ο непочиненный, неотремонтированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμερεμέτιστος" в других словарях:

  • αμερεμέτιστος — η, ο [μερεμετίζω] 1. αυτός που δεν μερεμετίστηκε, δεν επιδιορθώθηκε πρόχειρα ή εν μέρει αυτός που δεν επιδέχεται μερεμέτισμα 3. αυτός που δεν τού τράβηξαν ένα (γερό) μερεμέτι, δεν τόν έδειραν (και για γυναίκα που δεν «εκακοποίησαν») …   Dictionary of Greek

  • αμερεμέτιστος — η, ο αυτός που δε μερεμετίστηκε, δεν επιδιορθώθηκε πρόχειρα: Τα πεζούλια της ταράτσας τα άφησε αμερεμέτιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»